μετεωρολογώ

μετεωρολογώ
(Α μετεωρολογῶ, -έω) [μετεωρολόγος]
ασχολούμαι με τη μελέτη τών ουράνιων σωμάτων και τών φυσικών φαινομένων («ἴσως δὲ μετεωρολογῶν ὁ νομοθέτης τὸν ἀέρα Ἥραν ὠνόμασεν», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετεωρολογῶ — μετεωρολογέω talk of high things pres subj act 1st sg (attic epic doric) μετεωρολογέω talk of high things pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • μεταρσιολεσχώ — μεταρσιολεσχῶ, έω (Α) [μεταρσιολέσχης] φλυαρώ σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα, μετεωρολογώ)* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”